- κλυτόμοχθος
- κλυτόμοχθος, -ον (Α)ονομαστός για τους μόχθους του («Καλλιόπα κλυτόμοχθε», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + μόχθος (πρβλ. βαρύ-μοχθος, φιλό-μοχθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλυτόμοχθε — κλυτόμοχθος famous for toil masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… … Dictionary of Greek